δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
υἱάσι: ποιητ. δοτ. πληθ. τοῦ υἱός, Ὅμ.
dat. pl. de υἱός.
υἱάσι: ποιητ. δοτ. πληθ. του υἱός.