Χθών
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
French (Bailly abrégé)
ονός (ἡ) :
Khthôn litt. la Terre, mère des Titans.
Étymologie: χθών.
Russian (Dvoretsky)
Χθών: Χθονός ἡ Хтон (богиня земли) (Τιτᾶνες, Οὐρανοῦ τε καὶ Χθονὸς τέκνα Aesch.).