περιδώμεθον

From LSJ
Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source

Greek (Liddell-Scott)

περιδώμεθον: ἴδε ἐν λ. περιδίδωμι.

French (Bailly abrégé)

ao.2 duel de περιδίδομαι.

English (Autenrieth)

see περιδίδωμι.

Greek Monotonic

περιδώμεθον: αʹ δυϊκ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του περιδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

περιδώμεθον: эп. 1 л. dual. aor. 2 conjct. к περιδίδομαι.