ἀνηκόως
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
French (Bailly abrégé)
adv.
sans avoir entendu, dans l’ignorance de, gén..
Étymologie: ἀνήκοος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνηκόως: не будучи осведомленным: ἀστρολογίας μὴ ἀ. ἔχων Plut. знакомый с астрономией.