περιμανῶς
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un désir passionné.
Étymologie: περιμανής.
Russian (Dvoretsky)
περιμᾰνῶς: безумно, с безумной страстью (σφαδάζειν πρός τι Plut.).