γρυμεοπώλης
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
French (Bailly abrégé)
mieux que γρυμαιοπώλης;
ου (ὁ) :
marchand de friperie.
Étymologie: γρυμέα, πωλέω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de baratijas Luc.Lex.3.
Russian (Dvoretsky)
γρῠμεοπώλης: или γρῠμαιοπώλης, ου ὁ торговец ветошью Luc.