Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
εἱληθερέομαι: Μέσ., λιάζομαι στον ήλιο, σε Λουκ.
εἱληθερέομαι: греться на солнце Luc.