μειλικτήρια
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
s.e. ἱερά;
offrande expiatoire propre à adoucir, à apaiser (les mânes).
Étymologie: μειλικτήριος.
Russian (Dvoretsky)
μειλικτήρια: τά (sc. ἱερά) искупительная или умилостивительная жертва (νεκροῖσι Aesch.).