λευκά
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek (Liddell-Scott)
λευκά: τά, οὐδέτ. πληθ. τοῦ λευκός, ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., δηλοῦν, Ι. τὰ menstrua alba, τῶν νεανίδων ἔμμηνα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἐρυθρά, Ἱππ. 1128Η, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, π. Ζ. Γεν. 2. 4, 10. ΙΙ. λεπτὰ καὶ ὡραῖα ὑποδήματα, Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 4.
Russian (Dvoretsky)
λευκά: τά
1) (sc. ἱμάτια) белые одежды (λ. φέρειν ἐν τοῖς πένθεσι Plut.);
2) мед. бели (лат. fluor albus) Arst.