καταθοινάομαι

From LSJ
Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
ao. κατεθοινησάμην;
se repaître de, dévorer.
Étymologie: κατά, θοινάω.

Russian (Dvoretsky)

καταθοινάομαι: поедать, пожирать Aesop.