ἀφθόνως
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
French (Bailly abrégé)
adv.
1 sans envie;
2 p. suite (v. ἄφθονος) abondamment, copieusement, largement.
Étymologie: ἄφθονος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφθόνως: 1) без зависти, охотно (ἀ. καὶ προθύμως Plut.);
2) щедро, в изобилии (ἔχειν τινός Plat.; διδόναι Arst.; χρῆσθαι τοῖς βέλεσι Polyb.; ἐγκωμιάζειν τινά Plut.).