ἀδωροδοκήτως
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
French (Bailly abrégé)
adv.
sans se laisser corrompre par des présents.
Étymologie: ἀδωροδόκητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀδωροδοκήτως: неподкупно, бескорыстно (δικαίως καὶ ἀ. πάντα πεπρᾶχθαι Dem.).