παρτιθεῖ
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. prés. ind. épq. de παρατίθημι.
English (Autenrieth)
see παρατίθημι.
Greek Monotonic
παρτιθεῖ: ποιητ. αντί παρατιθεῖ, γʹ ενικ. του παρατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
παρτιθεῖ: эп. 3 л. sing. praes. к παρατίθημι.