ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
χαιτᾱεις
1 with flowing hair ὁ χαιτάεις Λατοίδας (P. 9.5)
-εσσα, -εν, Α
βλ. χαιτήεις.
χαιτάεις: άεσσα, ᾶεν дор. = χαιτήεις.