τιθαίνομαι

From LSJ
Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek (Liddell-Scott)

τῐθαίνομαι: ἴδε τιθηνέω.

Greek Monolingual

Α
τρέφω κάποιον ως τροφός, θηλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐτιθήνατο].

Russian (Dvoretsky)

τιθαίνομαι: вскармливать (Ἣραν ἐτιθήνατο Τηθύς Luc.).