μεγαλοψύχως
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
French (Bailly abrégé)
adv.
avec magnanimité.
Étymologie: μεγαλόψυχος.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοψύχως: (ῡ) великодушно, щедро (μ. καὶ φιλανθρώπως Dem.; μ. καὶ βασιλικῶς Polyb.).