ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
SourceFrench (Bailly abrégé)
adv.
savamment;
Cp. ἐπιστημονέστεροω, Sp. ἐπιστημονέστατα.
Étymologie: ἐπιστήμων.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστημόνως: 1) умело, искусно (λέγειν Plat.);
2) зная, сознательно (τὸ δικαίως ἐ., sc. ἐστίν Arst.).