παγείς

From LSJ
Revision as of 11:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek (Liddell-Scott)

παγείς: μετοχ. τοῦ παθ. ἀορ. β΄ τοῦ πήγνυμι.

French (Bailly abrégé)

εῖσα, έν;
part. ao.2 Pass. de πήγνυμι.

Greek Monotonic

πᾰγείς: -εῖσα, -έν, μτχ. Παθ. αορ. βʹ του πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγείς ptc. aor. pass. van πήγνυμι.