παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
μελῐτοῦττα: ἴδε μελιτόεις ΙΙ.
v. μελιτόεις.
μελῐτοῦττα: βλ. μελιττόεις II.
μελιτοῦττα: атт. Luc. = μελιτοῦσσα (f к μελιτοῦς).