τετεύχαται

From LSJ
Revision as of 13:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source

Greek (Liddell-Scott)

τετεύχᾰται: τετεύχετον, ἴδε τεύχω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. épq. et ion. de τεύχω.

Greek Monotonic

τετεύχᾰται: -το, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του τεύχω.

Russian (Dvoretsky)

τετεύχαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к τεύχω.