Greek (Liddell-Scott)
τετεύχᾰται: τετεύχετον, ἴδε τεύχω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. épq. et ion. de τεύχω.
Greek Monotonic
τετεύχᾰται: -το, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του τεύχω.
Russian (Dvoretsky)
τετεύχαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к τεύχω.