πρῖσμα
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
πρῖσμα: ατος τό1) тж. pl. опилки Anth.;
2) мат. призма.
πρῖσμα -ατος, τό [1. πρίω] wat gezaagd is zaagsel. geneesk. wond na trepanatie.