τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
ή, όν :d’Orphée, orphique.Étymologie: Ὀρφεύς.
Ὀρφικός: Her., Plat., Arst. = Ὄρφειος.