νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
f. de πείθω.
πείσω: μέλ. του πείθω.
πείσω: fut. к πείθω.
πείσω indic. fut. act. van πείθω.