ἁλός
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
French (Bailly abrégé)
gén. de ἅλς.
Greek Monotonic
ἁλός: γεν. του ἅλς.
Russian (Dvoretsky)
ἁλός: (ᾰ) gen. к ἅλς I и II.
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
gén. de ἅλς.
ἁλός: γεν. του ἅλς.
ἁλός: (ᾰ) gen. к ἅλς I и II.