τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
gén. de ἅλς.
ἁλός: γεν. του ἅλς.
ἁλός: (ᾰ) gen. к ἅλς I и II.