ἀριστοκρατικῶς
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
French (Bailly abrégé)
adv.
aristocratiquement.
Étymologie: ἀριστοκρατικός.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστοκρᾰτικῶς: аристократически (ἄρχειν Arst.).