Ἀρήϊος
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, also ος, ον, Ion. for Ἄρειος, Hom., etc.;
A δαίμων Ἀ. Jul.Or.4.154c:—pecul. fem. Ἀρηιάς, άδος, Q.S.1.187.
Spanish (DGE)
v. Ἄρειος, -ου, ὁ y Ἄρειος, -α, -ον.
Greek Monotonic
Ἀρήϊος: [ᾰ], -η, -ον, επίσης -ος, -ον, Ιων. αντί Ἄρειος.
Russian (Dvoretsky)
Ἀρήϊος: эп.-ион. = Ἄρειος.