Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Menander, Monostichoi, 185French (Bailly abrégé)
adv.
dans l’abondance (vivre).
Étymologie: δαψιλής.
Russian (Dvoretsky)
δαψῐλῶς: Theocr. δαψῐλέως обильно, в изобилии (ζῆν Xen.; χρῆσθαι Arst.; μᾶλα κυλίνδειν τινί Theocr.; παρέχειν πάντα Diod.).