Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
διόθεν επίρρ. (Α)
από τον Δία, σύμφωνα με τη θέληση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + (επιρρ. κατάλ.) -θεν].
διόθεν: adv. (тж. ἐκ δ. Hes., Luc.) от или по воле Зевса Hom., Hes., Aesch., Eur.