ἐμπαθῶς
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
French (Bailly abrégé)
adv.
avec passion ou émotion;
Cp. ἐμπαθέστερον, Sp. ἐμπαθέστατα.
Étymologie: ἐμπαθής.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπᾰθῶς: страстно, взволнованно (λαβόμενος τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ καὶ πιέσας ἐ. Polyb.; ἐ. καὶ μετὰ πολλῶν δακρύων Plut.): ἐ. προσκεῖσθαί τινι Plut. быть страстно преданным чему-л.