ἐμποδιζομένως

From LSJ
Revision as of 19:47, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

German (Pape)

[Seite 815] gehindert, mit Hindernissen, καὶ ἰσχομένως πορεύεσθαι Plat. Crat. 415 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδιζομένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ., ὥσπερ ἐν δεσμοῖς, τὸ ἰσχομένως τε καὶ ἐμποδιζομένως πορεύεσθαι Πλάτ. Κρατύλ. 415C.

Spanish (DGE)

adv. formado sobre el part. pres. pas. de ἐμποδίζω con trabas, con impedimentos ἰσχομένως καὶ ἐ. πορεύεσθαι Pl.Cra.415c.

Russian (Dvoretsky)

ἐμποδιζομένως: с препятствиями, с помехами (πορεύεσθαι Plat.).