εὐχρήστημα
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged
ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged
Full diacritics: εὐχρήστημα | Medium diacritics: εὐχρήστημα | Low diacritics: ευχρήστημα | Capitals: ΕΥΧΡΗΣΤΗΜΑ |
Transliteration A: euchrḗstēma | Transliteration B: euchrēstēma | Transliteration C: efchristima | Beta Code: eu)xrh/sthma |
ατος, τό,
A advantage received, Stoic.3.23.
εὐχρήστημα: τό, λαμβανομένη ὠφέλεια, Κικ. Fin. 3. 21.
εὐχρήστημα, τὸ (Α) ευχρηστώ
κέρδος, ωφέλεια που λαμβάνεται από κάποιο πράγμα.
εὐχρήστημα: ατος τό польза, выгода Cic.