στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
3ᵉ sg. impf. épq. de θέω.
θέε: θεῖ и ἔθει 3 л. sing. impf. к θέω I.