ἰδιοσυγκρισία
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
German (Pape)
[Seite 1237] ἡ, eigenthümliche Zusammensetzung, Sext. Emp. pyrrh. 1, 79 u. a. Sp.
Greek Monolingual
ἰδιοσυγκρισία, ἡ (Α) ιδιοσύγκριτος
η ιδιοσυγκρασία.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιοσυγκρῐσία: ἡ своеобразие, (индивидуальная) особенность: διαφέρομεν ἀλλήλων κατὰ σῶμα ταῖς τε μορφαῖς καὶ ταῖς ἰδιοσυγκρισίαις Sext. мы отличаемся друг от друга физически, по виду и по индивидуальным особенностям.