Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
inf. épq. ao.2 de καταβαίνω.
καταβήμεναι: эп. inf. к καταβαίνω.