γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
c. κατένωπα.
κατενῶπα: или κατ᾽ ἐνῶπα adv. прямо в лицо (κ. ἰδὼν Δαναῶν Hom.).