κεφαλαιωδῶς
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
French (Bailly abrégé)
adv.
sommairement.
Étymologie: κεφαλαιώδης.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαιωδῶς: в основных чертах (συντόμως καὶ κ.; βραχὺ καὶ κ. Polyb.).