δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
adv.avec impétuosité.Étymologie: κραιπνός.
κραιπνῶς: стремительно, быстро (ἀνορούειν ἐς δίφρον, μέμαμεν, θέομεν Hom.).