κρεωδαισία
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
réc. p. κρεοδαισία;
partage ou distribution de viande.
Étymologie: κρεωδαίτης.
Russian (Dvoretsky)
κρεωδαισία: ἡ раздача мясных порций Plut.