κρεωδαισία

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
réc. p. κρεοδαισία;
partage ou distribution de viande.
Étymologie: κρεωδαίτης.

Russian (Dvoretsky)

κρεωδαισία:раздача мясных порций Plut.

German (Pape)

ἡ, Fleischverteilung, = κρεωνομία; Ath. XI.425c; ἡ εἰς μερίδας κρ. Plut. Symp. 2.10.1.