κώπα

From LSJ
Revision as of 23:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

English (Slater)

κώπα
   1 oar κάρυξε δ' αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαισι (P. 4.201) κώπαν σχάσον, ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονί (met., ἐπιτιμᾷ ἑαυτῷ ὁ Πίνδαρος ὡς πολλῇ χρησαμένῳ τῇ παρεκβάσει. Σ.) (P. 10.51)

Russian (Dvoretsky)

κώπᾱ: ἡ дор. = κώπη.