θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
adv.
de Lycie.
Étymologie: Λυκία, -θεν.
Λυκίηθεν (Α)
επίρρ. από τη Λυκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λυκίη (ιων. τ. του Λυκία) + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν), πρβλ. Κρήτη-θεν, Λιβύη-θεν].
Λῠκίηθεν: adv. из Ликии Hom.