Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
μελήσω: ἴδε μέλω.
v. μέλω.
μελήσω: μέλ. του μέλω.
μελήσω: fut. к μέλω.