μελήσω

From LSJ

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source

French (Bailly abrégé)

v. μέλω.

Russian (Dvoretsky)

μελήσω: fut. к μέλω.

Greek (Liddell-Scott)

μελήσω: ἴδε μέλω.

Greek Monotonic

μελήσω: μέλ. του μέλω.