νυκτίδρομος
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui accomplit sa course la nuit.
Étymologie: νύξ, δραμεῖν.
Greek Monolingual
ο
ζωολ. γένος αιγοθηλόμορφων πτηνών της οικογένειας caprimulgidae.
Russian (Dvoretsky)
νυκτίδρομος: совершающий ночной бег (Eur. - v. l. к νυκτίβρομος).