τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
adv.en totalité, en bloc, en général.Étymologie: ὁλοσχερής.
ὁλοσχερῶς: adv. целиком, полностью, совершенно (διακεῖσθαι πρός τι Isocr.).