ὁλοσχερῶς
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
French (Bailly abrégé)
adv.
en totalité, en bloc, en général.
Étymologie: ὁλοσχερής.
Russian (Dvoretsky)
ὁλοσχερῶς: adv. целиком, полностью, совершенно (διακεῖσθαι πρός τι Isocr.).