πυλαιμάχος

From LSJ
Revision as of 03:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλαιμάχος Medium diacritics: πυλαιμάχος Low diacritics: πυλαιμάχος Capitals: ΠΥΛΑΙΜΑΧΟΣ
Transliteration A: pylaimáchos Transliteration B: pylaimachos Transliteration C: pylaimachos Beta Code: pulaima/xos

English (LSJ)

[ᾰ],

   A fighting at the gate, prob. in Stesich.48 (-λαμ- codd.Ath., -λεμ- Sch.Il.), Call.Fr.503 (-λεμ- codd.).    II epith. of Athena in Ar.Eq.1172, with a play on Pylos, as the scene of Cleon's triumph.

Greek (Liddell-Scott)

πυλαιμάχος: -ον, = πυλαμάχος, παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1172, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως Πύλος, ἐπειδὴ ἐκεῖ ὁ Κλέων ἐδοξάσθη.

Greek Monolingual

και εσφ. ανάγν. πυλαμάχος, -ον, Α
1. αυτός που μάχεται μπροστά στην πύλη
2. το θηλ. προσωνυμία της Αθηνάς σε λογοπαίγνιο με τη λέξη Πύλος στην οποία νίκησε και αιχμαλώτισε τους Σπαρτιάτες ο Κλέων («ἡ Παλλὰς ἡ Πυλαιμάχος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + -μάχος (< μάχομαι). Η μορφή πυλαι- του α΄ συνθετικού παραμένει δυσερμήνευτη].

Greek Monotonic

πυλαιμάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται στις πύλες ή στην Πύλο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πῠλαιμάχος: (μᾰ) ὁ сражающийся в Пилосе или победивший у Пилоса Arph.