Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
πυρρᾰλίς: ἴδε πυραλίς.
-ίδος, ἡ, Αβλ. πυραλίς.
πυρραλίς: ίδος (ῐδ) ἡ Arst. = πυραλίς.