Στειριά
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
Steiria, dème attique de la tribu Pandionide.
Russian (Dvoretsky)
Στειριά: ἡ Стирия (дем в атт. филе Πανδιονίς).